τιμήσῃ

τιμήσῃ
τιμήσηι , τίμησις
holding valuable
fem dat sg (epic)
τῑμήσῃ , τιμάω
honour
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
τῑμήσῃ , τιμάω
honour
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
τῑμήσῃ , τιμάω
honour
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
τιμέω
aor subj mid 2nd sg
τιμέω
aor subj act 3rd sg
τιμέω
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • τίμηση — η 1. εκδήλωση τιμής. 2. υπολογισμός αξίας, διατίμηση. 3. εκτίμηση της περιουσίας των πολιτών από τους τιμητές στην αρχαία Ρώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμήση — τίμησις holding valuable fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήσηι — τίμησις holding valuable fem dat sg (epic) τῑμήσῃ , τιμάω honour aor subj mid 2nd sg (attic ionic) τῑμήσῃ , τιμάω honour aor subj act 3rd sg (attic ionic) τῑμήσῃ , τιμάω honour fut ind mid 2nd sg (attic ionic) τιμήσῃ , τιμέω aor subj mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμήσῃ — ἀτῑμήσῃ , ἀτιμάω dishonour aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀτῑμήσῃ , ἀτιμάω dishonour aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀτῑμήσῃ , ἀτιμάω dishonour fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱τιμήσῃ , ἀτιμάω dishonour futperf ind mp 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμασις — άσεως, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τίμηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”