τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… … Dictionary of Greek
τίμηση — η 1. εκδήλωση τιμής. 2. υπολογισμός αξίας, διατίμηση. 3. εκτίμηση της περιουσίας των πολιτών από τους τιμητές στην αρχαία Ρώμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμήση — τίμησις holding valuable fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήσηι — τίμησις holding valuable fem dat sg (epic) τῑμήσῃ , τιμάω honour aor subj mid 2nd sg (attic ionic) τῑμήσῃ , τιμάω honour aor subj act 3rd sg (attic ionic) τῑμήσῃ , τιμάω honour fut ind mid 2nd sg (attic ionic) τιμήσῃ , τιμέω aor subj mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμήσῃ — ἀτῑμήσῃ , ἀτιμάω dishonour aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀτῑμήσῃ , ἀτιμάω dishonour aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀτῑμήσῃ , ἀτιμάω dishonour fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱τιμήσῃ , ἀτιμάω dishonour futperf ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίμασις — άσεως, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τίμηση … Dictionary of Greek